πλήρωμα2, το, ουσ. [<μτγν. πλήρωμα], εύχρηστο μόνο στη φρ. το πλήρωμα του χρόνου, α. η συμπλήρωση του προκαθορισμένου χρόνου, η κατάλληλη στιγμή για να συμβεί κάτι: «δεν ήρθε ακόμα το πλήρωμα του χρόνου για την αλλαγή της ηγεσίας του κόμματος». β. η συντέλεια του κόσμου: «πολλοί ψευδοπροφήτες προφήτευαν πως με την αυγή του 2.000 θα ερχόταν και το πλήρωμα του χρόνου».